-
1 καθηγεμών
A leader, guide,τῆς ὁδοῦ Hdt.7.128
, cf. Plb.3.48.11; pilot, Id.4.40.8; of a statesman, ; of the founders of the Epicurean school, Phld.Rh.1.49S., Ir.p.89 W., al.; of Crates, Jul. Or.6.202d; κ. τῆς ἀρετῆς in or to virtue, Plu. Dio1; as a title of gods, Διόνυσος κ. CIG 3068 ([place name] Teos); (Arc., from Magn. Mae., iii B.C.);Ἀφροδίτην κ. ποιεῖσθαι Plu.Thes.18
; of divinities,τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι Stoic.1.43
;καθηγεμόνες εὐτυχοῦς ἀρχῆς OGI 383.86
(Nemrud Dagh, i B.C.): metaph.,κ. ταττόμενοι τὸν θυμόν LXX 2 Ma.10.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηγεμών
См. также в других словарях:
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek